- τρυσάνωρ
- τρῡσάνωρ [ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, ([etym.] τρύω)A of a weary man,
αὐδά S.Ph.209
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐδά S.Ph.209
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρυσάνωρ — τρῡσάνωρ , τρυσάνωρ of a weary man masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυσάνωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α αυτός που καταπονεί ή εξαντλεί έναν άντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος< τρυσι (< τρύω «βασανίζω, ενοχλώ») + άνωρ (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φυξ άνωρ] … Dictionary of Greek